- αμφιμήτορες
- ἀμφιμήτορες, οι, αι (Α)αδέλφια από διαφορετικές μητέρες αλλά από τον ίδιο πατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -μήτορες < μήτηρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιμήτορες — brothers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
ἀμφιμάτορας — ἀμφιμά̱τορας , ἀμφιμήτορες brothers masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)